- πολυφυματικά
- ή πολυφυματώδη, τα, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών θηλαστικών που εξωτερικά έμοιαζαν με τρωκτικά, έζησαν 100 περίπου εκατομμύρια χρόνια, ώς την πρώτη περίοδο τού καινοζωικού αιώνα, αποτελούσαν την πιο διαδεδομένη ομάδα θηλαστικών, από εξελικτική όμως άποψη παρουσίασαν μικρή σχετικά διαφοροποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στη Νέα Ελληνική |εν. όρου, πρβλ. αγγλ. multituberculata < multi- (< λατ. multus «πολύς») + tuberculatus (< λατ. tuberculum «φυμάτιο, μικρό εξόγκωμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.